ἀπογιγνώσκω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπογιγνώσκω''': Ἰων. καὶ παρὰ μεταγ. Ἀττ. -γῑνώσκω: μέλλ. - γνώσομαι: - [[ἐγκαταλείπω]] σχέδιόν τι ἢ τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ πράξω τι [[ἐπεὶ]] δ’ ἐπὶ τῇ τάφρω οὐκ ἐκώλυε βασιλεὺς τὸ Κύρου [[στράτευμα]] διαβαίνειν, ἔδοξε καὶ Κύρῳ καὶ τοῖς ἄλλοις ἀπεγνωκέναι τοῦ μάχεσθαι (διάφ. γραφ. τὸ μάχεσθαι) Ξεν. Ἀν. 1. 7. 19, πρβλ. Πολύβ. 1. 29, 5, κτλ.· ἀπ. τὸ πορεύεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 7· ἀπ. διώκειν Πλουτ. Ἀντών. 34· πρβλ. Θησ. 6· ἀπ. μὴ βοηθεῖν, ἀποφασίζω νὰ μὴν βοηθήσω, Δημ. 193. 5. ΙΙ. Μετὰ γεν. πράγμ., [[ἀπελπίζω]], εὑρίσκομαι ἐν ἀπογνώσει, χάνω πᾶσαν ἐλπίδα, τῆς ἐλευθερίας Λυσ. 195. 7· οὐδενὸς χρὴ πράγματος τὸν εὖ πονοῦνθ’ [[ὅλως]] ἀπογνῶναί ποτὲ Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 5: - ἀπολ., εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἐν ἀπελπισμῷ, Δημ. 37. 28., 52. 16 ([[ἔνθα]] τινὰ τῶν χειρογράφων ἔχουσι τὴν προσθήκην ἑαυτῶν), Βαβρ., 43. 18· καὶ μετ’ ἀπαρ., αἱρήσειν ἀπ. Ἀρρ. Ἀν. 3. 20, 3 Λουκ., κλ. 2) μετ’ αἰτ., [[ἐγκαταλείπω]] τι ὡς ἀπεγνωσμένον, χάνω πᾶσαν ἐλπίδα περὶ [[αὐτοῦ]], οἱ μὲν γὰρ ἀπεγνώκασι τὴν σωτηρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 11· τὰς πρεσβείας Πολύβ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ.· τὴν ἐλπίδα, τὴν πίστιν, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 35, 1, κτλ.· ἀπ. τι ἀπὸ τῶν παρόντων Ἀππ. Ἱσπ 37: οὕτω μετ’ αἰτ. προσ., Δημ. 69 ἐν τέλ.· ἀπ. αὑτὸν Πολύβ. 22. 9, 14: - Παθ., εἶμαι ἀπεγνωσμένος [[ὥστε]] [[πανταχῇ]] τὰ παρ’ ὑμῶν ἀπογνωσθῆναι Δημ. 358. 13· ἐλπὶς Διον. Ἁλ. 5. 15· [[ἐλευθερία]] Λουκ. Τυραννοκ. 6· πρὸς ἀπεγνωσμένας ἐλπίδας Πολύβ. 30. 8, 3· ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος, «ἀποφασισμένος», Πλουτ. Περικλ. 13· καὶ ἐπίρρ. -νως, ἐν ἀπογνώσει, ὁ αὐτ. Νικ. 21. β) ἀποκηρύττω, [[ἀπορρίπτω]], τι Ἱππ. 20. 14· τινὰ Δίων Κ. 73. 15. ΙΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, ἀρνοῦμαι νὰ δεχθῶ κατηγορίαν, [[ἀπορρίπτω]], γραφήν, ἔνδειξιν Δημ. 605. 15., 1327. 8, [[ἐντεῦθεν]], 2) ἀπ. τινὸς (ἐνν. δίκην ἢ γραφὴν) [[ἀπορρίπτω]] καταγγελίαν εἰσαγομένην [[ἐναντίον]] τινός, ὅ ἐ. ἀθῳώνω τὸν ἄνθρωπον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καταγιγνώσκειν τινός, Δημ. 1020. 14, πρβλ. Αἰσχίν. 29. 6, κτλ.· ἀπ. τί τινος Ἰσαῖος 54. 20· οὕτω μετ’ ἀπαρ. ἀπ. τινὸς μὴ ἀδικεῖν, κηρύττω αὐτὸν ἀθῷον ἀδικίας, Λυσ. 95. 4: - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], 3) ἀπ. (ἐνν. τῆς δίκης ἢ τῆς γραφῆς), [[ἀπαλλάσσω]] τινὰ τῆς κατηγορίας, κηρύττω αὐτὸν ἀθῷον, Δημ. 539. 3· οὐκ ἀπέγνω τῆς δίκης, ἀκολουθούμενον ὑπὸ τοῦ καταγνῶναι, ὁ αὐτ. 913. 22, κἑξ.
|lstext='''ἀπογιγνώσκω''': Ἰων. καὶ παρὰ μεταγ. Ἀττ. -γῑνώσκω: μέλλ. - γνώσομαι: - [[ἐγκαταλείπω]] σχέδιόν τι ἢ τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ πράξω τι [[ἐπεὶ]] δ’ ἐπὶ τῇ τάφρω οὐκ ἐκώλυε βασιλεὺς τὸ Κύρου [[στράτευμα]] διαβαίνειν, ἔδοξε καὶ Κύρῳ καὶ τοῖς ἄλλοις ἀπεγνωκέναι τοῦ μάχεσθαι (διάφ. γραφ. τὸ μάχεσθαι) Ξεν. Ἀν. 1. 7. 19, πρβλ. Πολύβ. 1. 29, 5, κτλ.· ἀπ. τὸ πορεύεσθαι Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 7· ἀπ. διώκειν Πλουτ. Ἀντών. 34· πρβλ. Θησ. 6· ἀπ. μὴ βοηθεῖν, ἀποφασίζω νὰ μὴν βοηθήσω, Δημ. 193. 5. ΙΙ. Μετὰ γεν. πράγμ., [[ἀπελπίζω]], εὑρίσκομαι ἐν ἀπογνώσει, χάνω πᾶσαν ἐλπίδα, τῆς ἐλευθερίας Λυσ. 195. 7· οὐδενὸς χρὴ πράγματος τὸν εὖ πονοῦνθ’ [[ὅλως]] ἀπογνῶναί ποτὲ Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 5: - ἀπολ., εἶμαι ἐν ἀπογνώσει, ἐν ἀπελπισμῷ, Δημ. 37. 28., 52. 16 ([[ἔνθα]] τινὰ τῶν χειρογράφων ἔχουσι τὴν προσθήκην ἑαυτῶν), Βαβρ., 43. 18· καὶ μετ’ ἀπαρ., αἱρήσειν ἀπ. Ἀρρ. Ἀν. 3. 20, 3 Λουκ., κλ. 2) μετ’ αἰτ., [[ἐγκαταλείπω]] τι ὡς ἀπεγνωσμένον, χάνω πᾶσαν ἐλπίδα περὶ [[αὐτοῦ]], οἱ μὲν γὰρ ἀπεγνώκασι τὴν σωτηρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 11· τὰς πρεσβείας Πολύβ. 5. 1, 5, κ. ἀλλ.· τὴν ἐλπίδα, τὴν πίστιν, κτλ., ὁ αὐτ. 2. 35, 1, κτλ.· ἀπ. τι ἀπὸ τῶν παρόντων Ἀππ. Ἱσπ 37: οὕτω μετ’ αἰτ. προσ., Δημ. 69 ἐν τέλ.· ἀπ. αὑτὸν Πολύβ. 22. 9, 14: - Παθ., εἶμαι ἀπεγνωσμένος [[ὥστε]] [[πανταχῇ]] τὰ παρ’ ὑμῶν ἀπογνωσθῆναι Δημ. 358. 13· ἐλπὶς Διον. Ἁλ. 5. 15· [[ἐλευθερία]] Λουκ. Τυραννοκ. 6· πρὸς ἀπεγνωσμένας ἐλπίδας Πολύβ. 30. 8, 3· ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος, «ἀποφασισμένος», Πλουτ. Περικλ. 13· καὶ ἐπίρρ. -νως, ἐν ἀπογνώσει, ὁ αὐτ. Νικ. 21. β) ἀποκηρύττω, [[ἀπορρίπτω]], τι Ἱππ. 20. 14· τινὰ Δίων Κ. 73. 15. ΙΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, ἀρνοῦμαι νὰ δεχθῶ κατηγορίαν, [[ἀπορρίπτω]], γραφήν, ἔνδειξιν Δημ. 605. 15., 1327. 8, [[ἐντεῦθεν]], 2) ἀπ. τινὸς (ἐνν. δίκην ἢ γραφὴν) [[ἀπορρίπτω]] καταγγελίαν εἰσαγομένην [[ἐναντίον]] τινός, ὅ ἐ. ἀθῳώνω τὸν ἄνθρωπον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καταγιγνώσκειν τινός, Δημ. 1020. 14, πρβλ. Αἰσχίν. 29. 6, κτλ.· ἀπ. τί τινος Ἰσαῖος 54. 20· οὕτω μετ’ ἀπαρ. ἀπ. τινὸς μὴ ἀδικεῖν, κηρύττω αὐτὸν ἀθῷον ἀδικίας, Λυσ. 95. 4: - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]], 3) ἀπ. (ἐνν. τῆς δίκης ἢ τῆς γραφῆς), [[ἀπαλλάσσω]] τινὰ τῆς κατηγορίας, κηρύττω αὐτὸν ἀθῷον, Δημ. 539. 3· οὐκ ἀπέγνω τῆς δίκης, ἀκολουθούμενον ὑπὸ τοῦ καταγνῶναι, ὁ αὐτ. 913. 22, κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀπογνώσομαι, <i>ao.2</i> [[ἀπέγνων]], <i>pf.</i> ἀπέγνωκα;<br />renoncer à : [[τοῦ]] μάχεσθαι XÉN à combattre ; διώκειν PLUT à poursuivre ; <i>abs.</i> s’abandonner soi-même, se décourager : ἄνθρωποι ἀπεγνωκότες PLUT hommes désespérés ; avec un inf. désespérer de ; <i>Pass.</i> être désespéré : ὑπὸ [[τῶν]] ἰατρῶν ἀπεγνωσμένος PLUT abandonné des médecins.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γιγνώσκω]].
}}
}}