Anonymous

ἀποδύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδύω''': [ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] δύω]. Ι. κατὰ μέλλ. -δύσω: ἀόρ. α΄ -έδῡσα, μεταβ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.) ἐπὶ ἀφαιρέσεως τοῦ ὁπλισμοῦ τῶν πεφονευμένων, 1) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀφαιρῶ τι ἀπό τινος, «ξεγυμνώνω», τεύχεα δ’ Ἕκτωρ δῃώσας ἀπέδυσε Ἰλ. Σ. 83, πρβλ. τί τινος Πλάτ. Χαρμ. 154Ε. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἀπογυμνώνω, ἀπέδυσε τὰς… γυναῖκας Ἡρόδ. 5. 92, 7, πρβλ. Πλάτ. Ἐλεγ. 12. 3· ἵνα μὴ ῥιγῶν ἀποδύῃ (ἐνν. τοὺς ὁδοιπόρους) Ἀριστ. Ὄρν. 712, πρβλ. Θεσμ. 636, Ἐκκλ. 668: - Παθ., ἀπογυμνοῦμαι τῶν ἐνδυμάτων μου, οὔ τοι… τοῦτον ἀποδυθήσομαι (ἐνν. τὸν τρίβωνα) Ἀριστοφ. Σφ. 1122· ἵνα [[μήποτε]] κἀποδυθῇ μεθύων ὁ αὐτ. Βάτρ. 715, πρβλ. Πλ. 930· [[θοἰμάτιον]] ἀποδεδύσθαι Λυσίας 117. 7· ἀποδυόμενος, ἀπογυμνούμενος ἀπὸ τοῦ ὀστράκου αὑτοῦ, ἐπὶ τοῦ ναυτίλου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 33. ΙΙ. Μέσ.: μέλλ. -[[δύσομαι]]: ἀόρ α΄ -εδυσάμην Πλάτ. Πολ. 612Α (διάφ. γραφ. ἀπελυσάμεθα), Λυσ. παρὰ Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 11. καὶ μεταγεν. συγγραφεῖς· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἀπέδυν: πρκμ. ἀποδέδῡκα (ὃς ἀπαντᾷ [[μετὰ]] μεταβατ. σημασίας ἐν Ξεν. Ἀν. 5. 8. 23· πολλοὺς ἤδη ἀποδέδυκεν): - ἀπογυμνώνω ἐμαυτόν, [[ἀπεκδύομαι]], εἵματα ταῦτ’ ἀποδὺς Ὀδ. Ε. 343· ἀπόδυθι… [[θοἰμάτιον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 214· τῶν ἱματίων ἀποδύσας (ἀορ. β΄ μετοχ. πληθ. θηλ.), τινὰς αὐτῶν ἀπογυμνωθείσας, [[αὐτόθι]] 656· ἀπ. τὸ [[γῆρας]], ἐπὶ ὄφεως ἀποβάλλοντος τὴν ἐπιδερμίδα αὑτοῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 17, 8· σῶμ’ ἀποδυσάμενος Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 403: - μεταφ., ἀπ. τὴν [[ὑπόκρισιν]] Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 13. 7, 1. 2) ἀπολ., ἀποδυσάμενος (Σχολ. ἀπολυσ-), ἀπογυμνώσας, Ὀδ. Ε. 349 ἀποδύντες, γυμνωθέντες, ἀπεκδυθέντες, Θουκ. 1, 6 πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 236D· ἀποδύεσθαι εἰς ἢ [[πρός]] τι, ἀπογυμνοῦσθαι δι’ ἀσκήσεις γυμνικάς, Πλουτ. Δημ. 6, Βροῦτ. 15· οἱ ἀποδυόμενοι εἰς τὴν παλαίστραν, οἱ ἀπογυμνούμενοι διὰ τὴν παλαίστραν, δηλ. οἱ ἐν αὐτῇ γυμναζόμενοι, Λυσ. Ἀποσπ. 45. 1· εἰς τὸ [[γυμνάσιον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 5475. 14: - μεταφ. ἀλλ’ ἀποδύντες τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν, ἀλλ’ ἂς ξεγυμνωθῶμεν καὶ ἂς ἐπέλθωμεν, ὅ ἐ. ἂς ἑτοιμασθῶμεν καὶ ἂς ἀρχίσωμεν τοὺς ἀναπαίστους, Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 627, πρβλ. Βατρ. 641.
|lstext='''ἀποδύω''': [ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] δύω]. Ι. κατὰ μέλλ. -δύσω: ἀόρ. α΄ -έδῡσα, μεταβ. ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.) ἐπὶ ἀφαιρέσεως τοῦ ὁπλισμοῦ τῶν πεφονευμένων, 1) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀφαιρῶ τι ἀπό τινος, «ξεγυμνώνω», τεύχεα δ’ Ἕκτωρ δῃώσας ἀπέδυσε Ἰλ. Σ. 83, πρβλ. τί τινος Πλάτ. Χαρμ. 154Ε. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἀπογυμνώνω, ἀπέδυσε τὰς… γυναῖκας Ἡρόδ. 5. 92, 7, πρβλ. Πλάτ. Ἐλεγ. 12. 3· ἵνα μὴ ῥιγῶν ἀποδύῃ (ἐνν. τοὺς ὁδοιπόρους) Ἀριστ. Ὄρν. 712, πρβλ. Θεσμ. 636, Ἐκκλ. 668: - Παθ., ἀπογυμνοῦμαι τῶν ἐνδυμάτων μου, οὔ τοι… τοῦτον ἀποδυθήσομαι (ἐνν. τὸν τρίβωνα) Ἀριστοφ. Σφ. 1122· ἵνα [[μήποτε]] κἀποδυθῇ μεθύων ὁ αὐτ. Βάτρ. 715, πρβλ. Πλ. 930· [[θοἰμάτιον]] ἀποδεδύσθαι Λυσίας 117. 7· ἀποδυόμενος, ἀπογυμνούμενος ἀπὸ τοῦ ὀστράκου αὑτοῦ, ἐπὶ τοῦ ναυτίλου, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 37, 33. ΙΙ. Μέσ.: μέλλ. -[[δύσομαι]]: ἀόρ α΄ -εδυσάμην Πλάτ. Πολ. 612Α (διάφ. γραφ. ἀπελυσάμεθα), Λυσ. παρὰ Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 11. καὶ μεταγεν. συγγραφεῖς· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀμεταβ. ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἀπέδυν: πρκμ. ἀποδέδῡκα (ὃς ἀπαντᾷ [[μετὰ]] μεταβατ. σημασίας ἐν Ξεν. Ἀν. 5. 8. 23· πολλοὺς ἤδη ἀποδέδυκεν): - ἀπογυμνώνω ἐμαυτόν, [[ἀπεκδύομαι]], εἵματα ταῦτ’ ἀποδὺς Ὀδ. Ε. 343· ἀπόδυθι… [[θοἰμάτιον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 214· τῶν ἱματίων ἀποδύσας (ἀορ. β΄ μετοχ. πληθ. θηλ.), τινὰς αὐτῶν ἀπογυμνωθείσας, [[αὐτόθι]] 656· ἀπ. τὸ [[γῆρας]], ἐπὶ ὄφεως ἀποβάλλοντος τὴν ἐπιδερμίδα αὑτοῦ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 17, 8· σῶμ’ ἀποδυσάμενος Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 403: - μεταφ., ἀπ. τὴν [[ὑπόκρισιν]] Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 13. 7, 1. 2) ἀπολ., ἀποδυσάμενος (Σχολ. ἀπολυσ-), ἀπογυμνώσας, Ὀδ. Ε. 349 ἀποδύντες, γυμνωθέντες, ἀπεκδυθέντες, Θουκ. 1, 6 πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 236D· ἀποδύεσθαι εἰς ἢ [[πρός]] τι, ἀπογυμνοῦσθαι δι’ ἀσκήσεις γυμνικάς, Πλουτ. Δημ. 6, Βροῦτ. 15· οἱ ἀποδυόμενοι εἰς τὴν παλαίστραν, οἱ ἀπογυμνούμενοι διὰ τὴν παλαίστραν, δηλ. οἱ ἐν αὐτῇ γυμναζόμενοι, Λυσ. Ἀποσπ. 45. 1· εἰς τὸ [[γυμνάσιον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 5475. 14: - μεταφ. ἀλλ’ ἀποδύντες τοῖς ἀναπαίστοις ἐπίωμεν, ἀλλ’ ἂς ξεγυμνωθῶμεν καὶ ἂς ἐπέλθωμεν, ὅ ἐ. ἂς ἑτοιμασθῶμεν καὶ ἂς ἀρχίσωμεν τοὺς ἀναπαίστους, Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 627, πρβλ. Βατρ. 641.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr. (aux prés., impf., fut. et ao.)</i> déshabiller, dévêtir : τινα εἵματα <i>ou</i> τεύχεα IL ôter à qqn ses vêtements <i>ou</i> ses armes ; ἀπ. τινά déshabiller qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr. (aux temps suivants de l’Act. : ao.2</i> [[ἀπέδυν]] &gt; <i>impér.</i> ἀπόδυθι, <i>part.</i> [[ἀποδύς]] ; <i>pf.</i> ἀποδέδυκα, <i>pqp.</i> ἀπεδεδύκειν, <i>et au Moy.</i> ἀποδύομαι, <i>f.</i> ἀποδύσομαι, <i>ao.</i> ἀπεδυσάμην) se déshabiller, se dévêtir : ἀπ. εἵματα OD ôter ses vêtements ; <i>abs.</i> [[ἀποδύς]] après avoir ôté ses vêtements ; ἀποδυσάμενος OD après avoir ôté le voile ; <i>en parl. d’athlètes</i> mettre bas ses vêtements (pour la lutte) ; se préparer : [[ἐπί]] [[τι]], [[πρός]] [[τι]] pour qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δύω]].
}}
}}