Anonymous

ἀπινύσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπῐνύσσω''': (πινυτὸς) εἶμαι [[ἄφρων]], [[ἀνόητος]], δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν, «ἀφραίνειν καὶ ἐστερῆσθαι τοῦ πινυτὸς [[εἶναι]]» (Εὐστ.) Ὀδ. Ε. 342· ὁ δ’ ἀργαλέῳ ἔχετ’ ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων, «αὐτὸς δὲ χαλεπῇ κατείχετο ἀναπνοῇ [[παράφρων]] τῇ ψυχῇ καὶ ἀξεστηκὼς» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ο. 10· ἴδε Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ. ἐν λ. ἀπινυτέω.
|lstext='''ἀπῐνύσσω''': (πινυτὸς) εἶμαι [[ἄφρων]], [[ἀνόητος]], δοκέεις δέ μοι οὐκ ἀπινύσσειν, «ἀφραίνειν καὶ ἐστερῆσθαι τοῦ πινυτὸς [[εἶναι]]» (Εὐστ.) Ὀδ. Ε. 342· ὁ δ’ ἀργαλέῳ ἔχετ’ ἄσθματι κῆρ ἀπινύσσων, «αὐτὸς δὲ χαλεπῇ κατείχετο ἀναπνοῇ [[παράφρων]] τῇ ψυχῇ καὶ ἀξεστηκὼς» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ο. 10· ἴδε Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ. ἐν λ. ἀπινυτέω.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />n’avoir pas sa raison.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πινυτός]].
}}
}}