Anonymous

ἀποβροχίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβροχίζω''': μέλλ -ίσω, δένω σφιγκτά, στερεῶς, Ἀρχιγεν.: - [[ἐντεῦθεν]] ῥηματ. ἐπίθ. ἀποβροχιστέον Ὀρειβάσ. (Cocch) 157: - Οὐσ. ἀποβροχισμὸς ὁ, Ἄντυλλ. ἐν Ὀρειβασ. 35 (Mai). II. [[ἀπαγχονίζω]], [[στραγγαλίζω]], Ἀνθ. Π. 9. 410.
|lstext='''ἀποβροχίζω''': μέλλ -ίσω, δένω σφιγκτά, στερεῶς, Ἀρχιγεν.: - [[ἐντεῦθεν]] ῥηματ. ἐπίθ. ἀποβροχιστέον Ὀρειβάσ. (Cocch) 157: - Οὐσ. ἀποβροχισμὸς ὁ, Ἄντυλλ. ἐν Ὀρειβασ. 35 (Mai). II. [[ἀπαγχονίζω]], [[στραγγαλίζω]], Ἀνθ. Π. 9. 410.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> lier, étreindre avec un lacet ; <i>t. de chir.</i> faire une ligature;<br /><b>2</b> étrangler avec un lacet.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βροχίς]]².
}}
}}