Anonymous

ἀνήροτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνήροτος''': -ον, ([[ἀρόω]]) ὁ μὴ ἀροτριαθείς, [[ἀκαλλιέργητος]], Ὀδ. Ι. 109, 123· [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 708, [[καθότι]] Ἀττ. [[τύπος]] ἀνάροτος δὲν ὑπάρχει: - μεταφ. ἐπὶ γυναικός, ἀλλ’ [[ἄβατος]] καὶ ἀνήροτός ἐστι Λουκ. Λεξιφ. 19.
|lstext='''ἀνήροτος''': -ον, ([[ἀρόω]]) ὁ μὴ ἀροτριαθείς, [[ἀκαλλιέργητος]], Ὀδ. Ι. 109, 123· [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 708, [[καθότι]] Ἀττ. [[τύπος]] ἀνάροτος δὲν ὑπάρχει: - μεταφ. ἐπὶ γυναικός, ἀλλ’ [[ἄβατος]] καὶ ἀνήροτός ἐστι Λουκ. Λεξιφ. 19.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non labouré.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀρόω]].
}}
}}