Anonymous

ἀπατήλιος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπᾰτήλιος''': -ον, ποιητ. ἐπίθ., [[ἀπατηλός]], [[πανοῦργος]], ἀπατήλια εἰδώς, [[ἔμπειρος]] εἰς πανουργίας, Ὀδ. Ξ. 288· ἀπ. βάζειν [[αὐτόθι]] 127· ἐπὶ προσώπων, Νόνν. Δ. 46. 10.
|lstext='''ἀπᾰτήλιος''': -ον, ποιητ. ἐπίθ., [[ἀπατηλός]], [[πανοῦργος]], ἀπατήλια εἰδώς, [[ἔμπειρος]] εἰς πανουργίας, Ὀδ. Ξ. 288· ἀπ. βάζειν [[αὐτόθι]] 127· ἐπὶ προσώπων, Νόνν. Δ. 46. 10.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />trompeur, mensonger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπάτη]].
}}
}}