Anonymous

ἀποκολυμβάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκολυμβάω''': σῴζομαι κολυμβῶν, [[ἐξέρχομαι]] εἰς τὴν ξηρὰν κολυμβῶν ἐκ ναυαγήσαντος πλοίου, μίαν ναῦν αὐτοὶ ἀπώλεσαν τῶν ἀνδρῶν ἀποκολυμβησάντων Θουκ. 4. 25, Δίων Κ. 49. 1.
|lstext='''ἀποκολυμβάω''': σῴζομαι κολυμβῶν, [[ἐξέρχομαι]] εἰς τὴν ξηρὰν κολυμβῶν ἐκ ναυαγήσαντος πλοίου, μίαν ναῦν αὐτοὶ ἀπώλεσαν τῶν ἀνδρῶν ἀποκολυμβησάντων Θουκ. 4. 25, Δίων Κ. 49. 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se sauver à la nage.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κολυμβάω]].
}}
}}