Anonymous

ἀπομαλακίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπομᾰλᾰκίζομαι''': παθ., εἶμαι [[μαλακός]], ἢ [[δειλός]], δεικνύω ἀδυναμίαν, [[πρός]] τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10.
|lstext='''ἀπομᾰλᾰκίζομαι''': παθ., εἶμαι [[μαλακός]], ἢ [[δειλός]], δεικνύω ἀδυναμίαν, [[πρός]] τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10.
}}
{{bailly
|btext=ne pouvoir, par mollesse, se plier (à un régime de vie).<br />'''Étymologie:''' [[μαλακίζω]].
}}
}}