Anonymous

ἀπολάπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολάπτω''': μέλλ. -ψω, [[λάπτω]], [[πίνω]] διὰ τῆς γλώσσης ὡς ὁ [[κύων]], [[καταπίνω]] λαιμάργως, Ἀριστοφ. Νεφ. 811· πρβλ. [[ἀπολαύω]] Ι.3.
|lstext='''ἀπολάπτω''': μέλλ. -ψω, [[λάπτω]], [[πίνω]] διὰ τῆς γλώσσης ὡς ὁ [[κύων]], [[καταπίνω]] λαιμάργως, Ἀριστοφ. Νεφ. 811· πρβλ. [[ἀπολαύω]] Ι.3.
}}
{{bailly
|btext=avaler en lapant, laper.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λάπτω]].
}}
}}