Anonymous

ἀποπέμπω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπέμπω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποστέλλω]], [[πέμπω]] [[μακράν]], [[ἀπολύω]], [[ἀποδιώκω]], Ἰλ. Φ. 452, Ὀδ. Ω. 312, κ. ἀλλ.· τῷ κε [[τάχα]] στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσθαι Ψ. 23· ἐπί τι, εἴς τι, ἐπί τινα σκοπόν, Ἡρόδ. 1. 38, 41· ἀπ. τοὺς πρέσβεις, [[ἀπολύω]] αὐτούς, Θουκ. 5. 42, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1244· ἀπ’ ἀσινέας Ἡρόδ. 7. 146: - Μέσ., [[στέλλω]] μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, τὸν παῖδα ἐξ ὀφθαλμῶν ἀπ. Ἡρόδ. 1. 120· ἀπ. τὴν γυναῖκα, [[ἀποπέμπω]], τὴν [[χωρίζω]], (ἐπὶ τῆς γυναικὸς [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀπολείπω]]), 6. 63· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Δημ. 1362, 25, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 427)· ἀπ. τὰς [[ναῦς]], [[πέμπω]] αὐτὰς [[μακράν]], Θουκ. 3. 4· ἀπ. ἠδονήν, ἀπομακρύνω, ἀπαλλάττομαι αὐτῆς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 6· [[ἀποστέλλω]] μακρὰν τῆς πατρίδος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 137 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. ἔχει προπεμψαμένα). ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[στέλλω]] [[ὀπίσω]], Ὀδ. Ρ. 76· ἀπ. [[ἐξοπίσω]] Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 87. 2) [[ἀποστέλλω]], [[στέλλω]], ἀναθήματα ἐς Δελφοὺς Ἡρόδ. 1. 51· [[ἐξάγω]] εἰς φῶς, [[δημοσιεύω]], τἀπόρρητα Ἀριστοφ. Βάτρ. 362· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπ., Ξεν. Πόρ. 1. 7. 3) ἀπαλλάττομαί τινος, τὸ [[ὕδωρ]] Ἡρόδ. 2. 25. 4) [[ἐκπέμπω]], [[ἐκβάλλω]], Πλάτ. Τίμ. 33G. 5) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ἀποτρέπω]] διὰ θυσιῶν, κτλ. ὡς τὸ [[ἀποδιοπομπέομαι]], Εὐρ. Ἑκ. 72, πρβλ. Ὀρφ. Ὕμν. 38. 9.
|lstext='''ἀποπέμπω''': μέλλ. -ψω, [[ἀποστέλλω]], [[πέμπω]] [[μακράν]], [[ἀπολύω]], [[ἀποδιώκω]], Ἰλ. Φ. 452, Ὀδ. Ω. 312, κ. ἀλλ.· τῷ κε [[τάχα]] στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσθαι Ψ. 23· ἐπί τι, εἴς τι, ἐπί τινα σκοπόν, Ἡρόδ. 1. 38, 41· ἀπ. τοὺς πρέσβεις, [[ἀπολύω]] αὐτούς, Θουκ. 5. 42, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1244· ἀπ’ ἀσινέας Ἡρόδ. 7. 146: - Μέσ., [[στέλλω]] μακρὰν ἀπ’ ἐμοῦ, τὸν παῖδα ἐξ ὀφθαλμῶν ἀπ. Ἡρόδ. 1. 120· ἀπ. τὴν γυναῖκα, [[ἀποπέμπω]], τὴν [[χωρίζω]], (ἐπὶ τῆς γυναικὸς [[εἶναι]] ἐν χρήσει τὸ [[ῥῆμα]] [[ἀπολείπω]]), 6. 63· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., Δημ. 1362, 25, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 427)· ἀπ. τὰς [[ναῦς]], [[πέμπω]] αὐτὰς [[μακράν]], Θουκ. 3. 4· ἀπ. ἠδονήν, ἀπομακρύνω, ἀπαλλάττομαι αὐτῆς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 6· [[ἀποστέλλω]] μακρὰν τῆς πατρίδος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 137 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. ἔχει προπεμψαμένα). ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[στέλλω]] [[ὀπίσω]], Ὀδ. Ρ. 76· ἀπ. [[ἐξοπίσω]] Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 87. 2) [[ἀποστέλλω]], [[στέλλω]], ἀναθήματα ἐς Δελφοὺς Ἡρόδ. 1. 51· [[ἐξάγω]] εἰς φῶς, [[δημοσιεύω]], τἀπόρρητα Ἀριστοφ. Βάτρ. 362· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπ., Ξεν. Πόρ. 1. 7. 3) ἀπαλλάττομαί τινος, τὸ [[ὕδωρ]] Ἡρόδ. 2. 25. 4) [[ἐκπέμπω]], [[ἐκβάλλω]], Πλάτ. Τίμ. 33G. 5) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, [[ἀποτρέπω]] διὰ θυσιῶν, κτλ. ὡς τὸ [[ἀποδιοπομπέομαι]], Εὐρ. Ἑκ. 72, πρβλ. Ὀρφ. Ὕμν. 38. 9.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> envoyer : ἀναθήματα [[ἐς]] Δελφούς HDT envoyer des offrandes à Delphes;<br /><b>2</b> renvoyer, congédier;<br /><b>3</b> remettre à qqn (les présents d’un autre);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποπέμπομαι;<br /><b>1</b> renvoyer, éloigner;<br /><b>2</b> repousser comme une chose abominable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πέμπω]].
}}
}}