Anonymous

ἀπογυμνόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπογυμνόω''': ἐντελῶς ἀπεκδύω, γυμνώνω τινά, [[κυρίως]] ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα [[αὐτοῦ]], [[ἀφοπλίζω]], [[ὅθεν]] ἐν τῷ παθ., μή σ’ ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θείῃ Ὀδ. Κ. 301· μὴ δ’ ἀπογυμνωθῇς, [[μηδὲ]] νὰ ἐκθέσῃς γυμνὸν τὸ σῶμά σου ([[ἕνεκα]] φυσικῆς ἀνάγκης), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 728: - Μέσ., γυμνώνω ἐμαυτόν, «ξεγυμνώνομαι» Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Πρβλ. 1. 55, 3. 2) μεταφ., ἀνοίγω, [[ἀποκαλύπτω]], [[ἀναπτύσσω]], Παυσ. 4. 22, 4, κτλ.
|lstext='''ἀπογυμνόω''': ἐντελῶς ἀπεκδύω, γυμνώνω τινά, [[κυρίως]] ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα [[αὐτοῦ]], [[ἀφοπλίζω]], [[ὅθεν]] ἐν τῷ παθ., μή σ’ ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θείῃ Ὀδ. Κ. 301· μὴ δ’ ἀπογυμνωθῇς, [[μηδὲ]] νὰ ἐκθέσῃς γυμνὸν τὸ σῶμά σου ([[ἕνεκα]] φυσικῆς ἀνάγκης), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 728: - Μέσ., γυμνώνω ἐμαυτόν, «ξεγυμνώνομαι» Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Πρβλ. 1. 55, 3. 2) μεταφ., ἀνοίγω, [[ἀποκαλύπτω]], [[ἀναπτύσσω]], Παυσ. 4. 22, 4, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />mettre à nu;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπογυμνόομαι-οῦμαι se mettre à nu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γυμνός]].
}}
}}