3,274,216
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπογυμνόω''': ἐντελῶς ἀπεκδύω, γυμνώνω τινά, [[κυρίως]] ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα [[αὐτοῦ]], [[ἀφοπλίζω]], [[ὅθεν]] ἐν τῷ παθ., μή σ’ ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θείῃ Ὀδ. Κ. 301· μὴ δ’ ἀπογυμνωθῇς, [[μηδὲ]] νὰ ἐκθέσῃς γυμνὸν τὸ σῶμά σου ([[ἕνεκα]] φυσικῆς ἀνάγκης), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 728: - Μέσ., γυμνώνω ἐμαυτόν, «ξεγυμνώνομαι» Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Πρβλ. 1. 55, 3. 2) μεταφ., ἀνοίγω, [[ἀποκαλύπτω]], [[ἀναπτύσσω]], Παυσ. 4. 22, 4, κτλ. | |lstext='''ἀπογυμνόω''': ἐντελῶς ἀπεκδύω, γυμνώνω τινά, [[κυρίως]] ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα [[αὐτοῦ]], [[ἀφοπλίζω]], [[ὅθεν]] ἐν τῷ παθ., μή σ’ ἀπογυμνωθέντα κακὸν καὶ ἀνήνορα θείῃ Ὀδ. Κ. 301· μὴ δ’ ἀπογυμνωθῇς, [[μηδὲ]] νὰ ἐκθέσῃς γυμνὸν τὸ σῶμά σου ([[ἕνεκα]] φυσικῆς ἀνάγκης), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 728: - Μέσ., γυμνώνω ἐμαυτόν, «ξεγυμνώνομαι» Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1· ἀπογυμνοῦσθαι τὰ ἱμάτια Ἀριστ. Πρβλ. 1. 55, 3. 2) μεταφ., ἀνοίγω, [[ἀποκαλύπτω]], [[ἀναπτύσσω]], Παυσ. 4. 22, 4, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />mettre à nu;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπογυμνόομαι-οῦμαι se mettre à nu.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[γυμνός]]. | |||
}} | }} |