Anonymous

ἀπόμουσος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόμουσος''': -ον, ὁ μακρὰν τῶν μουσῶν, [[ἄμουσος]], [[ἀπαίδευτος]], ἄγκροικος, Εὐρ. Μήδ. 1089: ― Ἐπίρρ., κάρτ’ ἀπομούσως [[ἦσθα]] γεγραμμένος, οὐχὶ εὐνοϊκῶς ἦσο ἐζῳγραφημένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 801.
|lstext='''ἀπόμουσος''': -ον, ὁ μακρὰν τῶν μουσῶν, [[ἄμουσος]], [[ἀπαίδευτος]], ἄγκροικος, Εὐρ. Μήδ. 1089: ― Ἐπίρρ., κάρτ’ ἀπομούσως [[ἦσθα]] γεγραμμένος, οὐχὶ εὐνοϊκῶς ἦσο ἐζῳγραφημένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 801.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />étranger aux muses, grossier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μοῦσα]].
}}
}}