Anonymous

ἀπολείχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολείχω''': λείχων ἀφαιρῶ ἔκ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 478· [[λείχω]], λείχων [[καθαρίζω]] τι, οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη [[αὐτοῦ]] Εὐαγγ. Λουκ. ις΄, 21.
|lstext='''ἀπολείχω''': λείχων ἀφαιρῶ ἔκ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 478· [[λείχω]], λείχων [[καθαρίζω]] τι, οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη [[αὐτοῦ]] Εὐαγγ. Λουκ. ις΄, 21.
}}
{{bailly
|btext=essuyer en léchant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λείχω]].
}}
}}