Anonymous

ἀποκλύζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκλύζω''': μέλλ. -ύσω, [[ἀποπλύνω]], [[ὅταν]]… [[ὕδωρ]] ἐπιγινόμενον ἀποκλύσῃ τὴν ἅλμην Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 6: ― Παθ., Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 12. ΙΙ. κατὰ μέσ. τύπ., Διόδ. 4. 51· μεταφ., ποτίμῳ λόγῳ… ἁλμυρὰν ἀκοὴν ἀπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 243D: ― [[ἐντεῦθεν]], [[ἀποτρέπω]] διὰ καθαρμῶν, [[ὄνειρον]] Ἀριστοφ. Βατρ. 1340.
|lstext='''ἀποκλύζω''': μέλλ. -ύσω, [[ἀποπλύνω]], [[ὅταν]]… [[ὕδωρ]] ἐπιγινόμενον ἀποκλύσῃ τὴν ἅλμην Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 6: ― Παθ., Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 12. ΙΙ. κατὰ μέσ. τύπ., Διόδ. 4. 51· μεταφ., ποτίμῳ λόγῳ… ἁλμυρὰν ἀκοὴν ἀπ. Πλάτ. Φαῖδρ. 243D: ― [[ἐντεῦθεν]], [[ἀποτρέπω]] διὰ καθαρμῶν, [[ὄνειρον]] Ἀριστοφ. Βατρ. 1340.
}}
{{bailly
|btext=effacer en lavant;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποκλύζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κλύζω]].
}}
}}