Anonymous

ἀποματαΐζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποματαΐζω''': μέλλ. -ίσω, φέρομαι ἀπρεπῶς, [[πράττω]] ἄσεμνον πρᾶξιν, κατ’ εὐφημ. ἀντὶ τοῦ [[ἀποπέρδομαι]], ἐπάρας [δηλ. τὸ [[σκέλος]]] ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162, Φαβωρ. παρὰ Στοβ. 586. 43.
|lstext='''ἀποματαΐζω''': μέλλ. -ίσω, φέρομαι ἀπρεπῶς, [[πράττω]] ἄσεμνον πρᾶξιν, κατ’ εὐφημ. ἀντὶ τοῦ [[ἀποπέρδομαι]], ἐπάρας [δηλ. τὸ [[σκέλος]]] ἀπεματάϊσε Ἡρόδ. 2. 162, Φαβωρ. παρὰ Στοβ. 586. 43.
}}
{{bailly
|btext=<i>euphém. p.</i> [[ἀποπέρδω]], lâcher un vent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μάταιος]].
}}
}}