ἄπλουτος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπλουτος''': -ον, [[ἄνευ]] πλούτου, Σοφ. Ἀποσπ. 718· ἀβρός καὶ οὐκ ἄπλ. Φιλόστρ. 273· ἄπλ. ἀπεργάσασθαι τὸν πλοῦτον Πλουτ. Λυκοῦργ. 10, πρβλ. 2. 527Β· 679Β.
|lstext='''ἄπλουτος''': -ον, [[ἄνευ]] πλούτου, Σοφ. Ἀποσπ. 718· ἀβρός καὶ οὐκ ἄπλ. Φιλόστρ. 273· ἄπλ. ἀπεργάσασθαι τὸν πλοῦτον Πλουτ. Λυκοῦργ. 10, πρβλ. 2. 527Β· 679Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans richesse ; πλοῦτον ἄπλουτον ἀπεργάζεσθαι PLUT faire que la richesse n’en soit pas une, <i>càd</i> annuler la richesse.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πλοῦτος]].
}}
}}