Anonymous

ἀπονητί: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονητί''': ἐπίρρ. τοῦ [[ἀπόνητος]], [[ἄνευ]] πόνου, ἀπόνως, Ἀλκμ. 1, Ἡρόδ. 3. 146, Λουκ. Ρήτ. διδ. 8, κ. ἀλλ.
|lstext='''ἀπονητί''': ἐπίρρ. τοῦ [[ἀπόνητος]], [[ἄνευ]] πόνου, ἀπόνως, Ἀλκμ. 1, Ἡρόδ. 3. 146, Λουκ. Ρήτ. διδ. 8, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans fatigue, sans peine.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπόνητος]].
}}
}}