Anonymous

ἀπαυγάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαυγάζω''': [[ἐκπέμπω]] λάμψιν, πλέον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν [[σέλας]] ἢ τῶν δᾴδων ἀπηύγαζεν Ἡλιόδ. 3. 4· ἀπρόσφυλον Αἰθιόπων χροιὰν ἀπαυγάζουσαν, πέμπουσαν λέμψιν χρώματος ἐκφύλου τοῖς Αἰθίοψι (ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπω), ὁ αὐτ. 4. 8, Φιλόστρ. 101. ΙΙ. Μέσ., ἀκτινοβολῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 181. 2) [[βλέπω]] [[μακρόθεν]], [[αὐτόθι]] 125.
|lstext='''ἀπαυγάζω''': [[ἐκπέμπω]] λάμψιν, πλέον ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν [[σέλας]] ἢ τῶν δᾴδων ἀπηύγαζεν Ἡλιόδ. 3. 4· ἀπρόσφυλον Αἰθιόπων χροιὰν ἀπαυγάζουσαν, πέμπουσαν λέμψιν χρώματος ἐκφύλου τοῖς Αἰθίοψι (ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν τόπω), ὁ αὐτ. 4. 8, Φιλόστρ. 101. ΙΙ. Μέσ., ἀκτινοβολῶ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 181. 2) [[βλέπω]] [[μακρόθεν]], [[αὐτόθι]] 125.
}}
{{bailly
|btext=faire briller ; <i>Pass.</i> réfléchir la lumière, briller, réverbérer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπαυγάζομαι voir de loin.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[αὐγάζω]].
}}
}}