Anonymous

ἀπολωτίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολωτίζω''': [[ἀπανθίζω]], [[ἀποδρέπω]], [[συλλέγω]] [[ἄνθη]]: [[καθόλου]], ἀποσπῶ, κόμας Εὐρ. Ι. Α. 793· [[ἀποτέμνω]], [[ὅταν]] τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν τόλμας ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους; ὁ αὐτ. Ἱκ. 449.
|lstext='''ἀπολωτίζω''': [[ἀπανθίζω]], [[ἀποδρέπω]], [[συλλέγω]] [[ἄνθη]]: [[καθόλου]], ἀποσπῶ, κόμας Εὐρ. Ι. Α. 793· [[ἀποτέμνω]], [[ὅταν]] τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν τόλμας ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους; ὁ αὐτ. Ἱκ. 449.
}}
{{bailly
|btext=déflorer ; arracher <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λωτίζω]].
}}
}}