Anonymous

ἀπονίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπονίζω''': καὶ μεταγεν. [[ἀπονίπτω]], ὡς ἐν. Διοδ. 4. 59, Πλουτ. Φωκ. 18, καὶ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἴδε κατωτ.: μελλ. -[[νίψω]]. Ἀπονίπτω, [[ἀποπλύνω]], ἀπονίψαντες… βρότον ἐξ ὠτειλέων Ὀδ. 189, πρβλ. Ἰλ. Η. 425: ― Μεσ., [[ἀποπλύνω]] ἀπὸ τὸ σῶμά μου, ἱδρῶ πολλὸν ἀπενίζοντο θαλάσσῃ Κ. 572. ΙΙ. [[νίπτω]] καὶ [[καθαρίζω]], [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, τὴν ἀπονίζουσα φρασάμην, παρετήρησα αὐτὴν (δηλ. τὴν οὐλὴν) ἐνῶ ἔνιπτον τοὺς πόδας [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Ψ. 75· πρβλ.Τ 376· [[ὅταν]]… ἀπονίζῃ καὶ τὼ πόδ’ ἀλείφῃ Ἀριστοφ. Σφ. 608· ἀπ . τὸν παῖδα Πλάτ. Συμπ. 175Α : ― Μέσ., χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι, ἀποπλύνειν τὸ [[σῶμα]], Ὀδ. Σ. 179, πρβλ. 171· χεῖράς τε πόδας τε Χ 478· ἀπολ., [[νίπτω]] τὰς χεῖράς μου, ἐγὼ μὲν ἀποτρέχων ἀπονίψομαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1163· ἀπονίψασθαι δοτέον, νὰ κομισθῇ [[ὕδωρ]] διὰ [[νίψιμον]], «νὰ φέρουν [[νίψιμον]]» ὡς λέγουσιν ἐν Θράκῃ Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 1· [[οὕτως]] ἐν τῳ παθητ. πρκμ., ἀπονενίμμεθ’ Ἀριστοφ. Σφ. 1217· ἀπονενιμμένος ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 419: ― ἴδε [[ἀπόνιπτρον]]. 2) σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, «ξεπλύνω»· νυνὶ δ’ ἀπονίζων τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 4.
|lstext='''ἀπονίζω''': καὶ μεταγεν. [[ἀπονίπτω]], ὡς ἐν. Διοδ. 4. 59, Πλουτ. Φωκ. 18, καὶ [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἴδε κατωτ.: μελλ. -[[νίψω]]. Ἀπονίπτω, [[ἀποπλύνω]], ἀπονίψαντες… βρότον ἐξ ὠτειλέων Ὀδ. 189, πρβλ. Ἰλ. Η. 425: ― Μεσ., [[ἀποπλύνω]] ἀπὸ τὸ σῶμά μου, ἱδρῶ πολλὸν ἀπενίζοντο θαλάσσῃ Κ. 572. ΙΙ. [[νίπτω]] καὶ [[καθαρίζω]], [[κυρίως]] ἐπὶ τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, τὴν ἀπονίζουσα φρασάμην, παρετήρησα αὐτὴν (δηλ. τὴν οὐλὴν) ἐνῶ ἔνιπτον τοὺς πόδας [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Ψ. 75· πρβλ.Τ 376· [[ὅταν]]… ἀπονίζῃ καὶ τὼ πόδ’ ἀλείφῃ Ἀριστοφ. Σφ. 608· ἀπ . τὸν παῖδα Πλάτ. Συμπ. 175Α : ― Μέσ., χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι, ἀποπλύνειν τὸ [[σῶμα]], Ὀδ. Σ. 179, πρβλ. 171· χεῖράς τε πόδας τε Χ 478· ἀπολ., [[νίπτω]] τὰς χεῖράς μου, ἐγὼ μὲν ἀποτρέχων ἀπονίψομαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1163· ἀπονίψασθαι δοτέον, νὰ κομισθῇ [[ὕδωρ]] διὰ [[νίψιμον]], «νὰ φέρουν [[νίψιμον]]» ὡς λέγουσιν ἐν Θράκῃ Ἄλεξ. ἐν «Φιλίσκῳ» 1, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Κωρύκῳ» 1· [[οὕτως]] ἐν τῳ παθητ. πρκμ., ἀπονενίμμεθ’ Ἀριστοφ. Σφ. 1217· ἀπονενιμμένος ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 419: ― ἴδε [[ἀπόνιπτρον]]. 2) σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, «ξεπλύνω»· νυνὶ δ’ ἀπονίζων τὴν κύλικα δὸς ἐμπιεῖν Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 4.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf;<br />confond ses autres temps avec ceux de</i> [[ἀπονίπτω]] : <i>f.</i> ἀπονίψω, <i>ao.</i> ἀπένιψα;<br /><b>1</b> enlever en lavant, laver : βρότον OD du sang noir;<br /><b>2</b> nettoyer en lavant, laver (le corps, les pieds, <i>etc.</i>);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπονίζομαι (<i>impf.</i> ἀπενιζόμην, <i>f.</i> ἀπονίψομαι, <i>ao.</i> ἀπενιψάμην, <i>pf.</i> ἀπονένιμμαι);<br /><b>1</b> enlever de dessus soi en lavant, acc.;<br /><b>2</b> nettoyer en lavant, laver, <i>acc. ; abs.</i> se laver les mains.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[νίζω]].
}}
}}