Anonymous

ἀπορρᾳθυμέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπορρᾳθῡμέω''': παραμελῶ τι ἕνεκεν ἀδιαφορίας ἢ ῥαθυμίας, μ. γεν, μὴ οὖν ἀπορρᾳθύμει τούτου, ἀλλὰ διατείνου [[μᾶλλον]] πρὸς τὸ [[σεαυτοῦ]] προσέχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 9· ἀπολ., Πλάτ. Πολ. 449C, Δημ. 108. 21: πρβλ. [[ἀποδειλιάω]]. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπορρᾳθύμησις, ἡ, Βυζ. καὶ ἐπίρρ. ἀπορρᾳθυμήτως Ἰουλαν. 252Α.
|lstext='''ἀπορρᾳθῡμέω''': παραμελῶ τι ἕνεκεν ἀδιαφορίας ἢ ῥαθυμίας, μ. γεν, μὴ οὖν ἀπορρᾳθύμει τούτου, ἀλλὰ διατείνου [[μᾶλλον]] πρὸς τὸ [[σεαυτοῦ]] προσέχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 9· ἀπολ., Πλάτ. Πολ. 449C, Δημ. 108. 21: πρβλ. [[ἀποδειλιάω]]. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπορρᾳθύμησις, ἡ, Βυζ. καὶ ἐπίρρ. ἀπορρᾳθυμήτως Ἰουλαν. 252Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se laisser aller à la mollesse ; ἀπ. τινος se relâcher <i>ou</i> s’abstenir, par mollesse, de qch, négliger par mollesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ῥᾳθυμέω]].
}}
}}