3,277,060
edits
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπορρᾳθῡμέω''': παραμελῶ τι ἕνεκεν ἀδιαφορίας ἢ ῥαθυμίας, μ. γεν, μὴ οὖν ἀπορρᾳθύμει τούτου, ἀλλὰ διατείνου [[μᾶλλον]] πρὸς τὸ [[σεαυτοῦ]] προσέχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 9· ἀπολ., Πλάτ. Πολ. 449C, Δημ. 108. 21: πρβλ. [[ἀποδειλιάω]]. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπορρᾳθύμησις, ἡ, Βυζ. καὶ ἐπίρρ. ἀπορρᾳθυμήτως Ἰουλαν. 252Α. | |lstext='''ἀπορρᾳθῡμέω''': παραμελῶ τι ἕνεκεν ἀδιαφορίας ἢ ῥαθυμίας, μ. γεν, μὴ οὖν ἀπορρᾳθύμει τούτου, ἀλλὰ διατείνου [[μᾶλλον]] πρὸς τὸ [[σεαυτοῦ]] προσέχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 9· ἀπολ., Πλάτ. Πολ. 449C, Δημ. 108. 21: πρβλ. [[ἀποδειλιάω]]. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. ἀπορρᾳθύμησις, ἡ, Βυζ. καὶ ἐπίρρ. ἀπορρᾳθυμήτως Ἰουλαν. 252Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />se laisser aller à la mollesse ; ἀπ. τινος se relâcher <i>ou</i> s’abstenir, par mollesse, de qch, négliger par mollesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ῥᾳθυμέω]]. | |||
}} | }} |