Anonymous

ἀποπελεκάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπελεκάω''': πελεκῶ, οἵ τοῖς ῥύγχεσιν ἀπεπελέκησαν τάς πύλας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1156, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 5, 6: - [[ὡσαύτως]] -[[πελεκίζω]], Α. Β. 438. 17: - ἀποπελέκημα, τό, [[τεμάχιον]] ἐκ τοῦ πελεκηθέντος, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[λατύπη]].
|lstext='''ἀποπελεκάω''': πελεκῶ, οἵ τοῖς ῥύγχεσιν ἀπεπελέκησαν τάς πύλας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1156, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 5, 6: - [[ὡσαύτως]] -[[πελεκίζω]], Α. Β. 438. 17: - ἀποπελέκημα, τό, [[τεμάχιον]] ἐκ τοῦ πελεκηθέντος, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[λατύπη]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tailler comme à coups de hache.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πελεκάω]].
}}
}}