Anonymous

ἀποπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπορεύομαι''': παθ. ([[πορεύω]]), ἀναχωρῶ, [[ἀπέρχομαι]], Ξεν. Ἀν. 7, 6, 33, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[ἀπέρχομαι]] [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], Πολύβ. 25. 8, 6˙ ἐπὶ μηχανισμοῦ (πρβλ. [[ἀποπορεία]]) Ἥρων. Αὐτομ. 249Α.
|lstext='''ἀποπορεύομαι''': παθ. ([[πορεύω]]), ἀναχωρῶ, [[ἀπέρχομαι]], Ξεν. Ἀν. 7, 6, 33, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[ἀπέρχομαι]] [[ὀπίσω]], [[ὑποστρέφω]], Πολύβ. 25. 8, 6˙ ἐπὶ μηχανισμοῦ (πρβλ. [[ἀποπορεία]]) Ἥρων. Αὐτομ. 249Α.
}}
{{bailly
|btext=s’éloigner de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], πορεύομαι.
}}
}}