3,277,286
edits
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσκορᾰκίζω''': μέλλ. -ίσω, (ἐς κόρακας), [[πέμπω]] εἰς τοὺς κόρακας, «στέλνω ᾽ς τὸν διάβολον», [[ἀποδιώκω]] [[ὥστε]] νὰ μὴ φανῇ πλέον, Ἑβδ. (Ἡσ. ιζ΄, 13), Πλούτ. 2. 740Α, Ἀκλίφρ. 1. 38: - Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. -κιστέον, πρέπει τις ν’ ἀποσκορακίσῃ, νὰ ἀποπέμψη, νὰ ἀπορρίψῃ ν’ ἀποβάλῃ, Κλήμ. Ἀλ. 243. | |lstext='''ἀποσκορᾰκίζω''': μέλλ. -ίσω, (ἐς κόρακας), [[πέμπω]] εἰς τοὺς κόρακας, «στέλνω ᾽ς τὸν διάβολον», [[ἀποδιώκω]] [[ὥστε]] νὰ μὴ φανῇ πλέον, Ἑβδ. (Ἡσ. ιζ΄, 13), Πλούτ. 2. 740Α, Ἀκλίφρ. 1. 38: - Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. -κιστέον, πρέπει τις ν’ ἀποσκορακίσῃ, νὰ ἀποπέμψη, νὰ ἀπορρίψῃ ν’ ἀποβάλῃ, Κλήμ. Ἀλ. 243. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀποσκορακιῶ;<br />envoyer aux corbeaux <i>(cf. fr. « au diable »)</i>, chasser avec colère <i>ou</i> mépris.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], locut. [[ἐς]] κόρακας, suff. -ίζω ; cf. [[σκορακίζω]]. | |||
}} | }} |