Anonymous

ἀπληστία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπληστία''': ἡ, [[ἀκόρεστος]] ἐπιθυμία τροφῆς ἤ χρημάτων, «ἀχορτασιά», [[πλεονεξία]], ὑπὸ τῆς ἀπληστίας Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 6· εἰς τοσαύτην ἀπλ. ἀφίκοντο Λυσ. 121. 42· διὰ τὴν ἀπλ. Πλάτ. Γοργ. 493Β· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἀπληστία]] πλούτου, χρυσοῦ, ὁ αὐτ. Πολ. 562Β, Νόμ. 831D· λέχους Εὐρ. Ἀνδρ. 218· τῆς εὐχῆς, περὶ τοῦ Μίδα, Ἀριστ. Πολ. 1. 9, 11.
|lstext='''ἀπληστία''': ἡ, [[ἀκόρεστος]] ἐπιθυμία τροφῆς ἤ χρημάτων, «ἀχορτασιά», [[πλεονεξία]], ὑπὸ τῆς ἀπληστίας Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 6· εἰς τοσαύτην ἀπλ. ἀφίκοντο Λυσ. 121. 42· διὰ τὴν ἀπλ. Πλάτ. Γοργ. 493Β· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., [[ἀπληστία]] πλούτου, χρυσοῦ, ὁ αὐτ. Πολ. 562Β, Νόμ. 831D· λέχους Εὐρ. Ἀνδρ. 218· τῆς εὐχῆς, περὶ τοῦ Μίδα, Ἀριστ. Πολ. 1. 9, 11.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />désir insatiable.<br />'''Étymologie:''' [[ἄπληστος]].
}}
}}