Anonymous

ἀπόκλισις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_8)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόκλῐσις''': -εως, ἡ, ἡ πρὸς ἕτερον [[μέρος]] [[κλίσις]], [[κατάπτωσις]], [[οἷον]] ἐπὶ τύχης, Πλούτ. 2. 611Α. <br />ΙΙ. [[κατάβασις]], ἀπὸ ὕψους ἢ ἀπὸ ἵππου, [[αὐτόθι]] 970D. <br />ΙΙΙ. [[δύσις]] ἢ [[κλίσις]] πρὸς τὴν δύσιν, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὁ αὐτ. Αἰμίλ. 17· ἐπὶ πλοίου, ὁ αὐτ. Πομπ. 47.
|lstext='''ἀπόκλῐσις''': -εως, ἡ, ἡ πρὸς ἕτερον [[μέρος]] [[κλίσις]], [[κατάπτωσις]], [[οἷον]] ἐπὶ τύχης, Πλούτ. 2. 611Α. <br />ΙΙ. [[κατάβασις]], ἀπὸ ὕψους ἢ ἀπὸ ἵππου, [[αὐτόθι]] 970D. <br />ΙΙΙ. [[δύσις]] ἢ [[κλίσις]] πρὸς τὴν δύσιν, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὁ αὐτ. Αἰμίλ. 17· ἐπὶ πλοίου, ὁ αὐτ. Πομπ. 47.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’incliner de côté, de décliner <i>en parl. du soleil ; fig.</i> déclin;<br /><b>2</b> descente.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκλίνω]].
}}
}}