Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποσχίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσχίζω''': [[σχίζω]] ἢ [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]], ἀπὸ δ’ ἔσχισεν αὐτὴν [τὴν πέτρην], «ὅ ἔστι [[μέρος]] αὐτῆς κατέβαλεν εἰς τὴν θάλασσαν», Ὀδ. Δ. 507· βιαίως ἀποσπῶ, Εὐρ. Ἄλκ. 172, Ὀππ. Ἀλ. 2. 623. 2) [[ἀποχωρίζω]] ἢ ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος, τινὰ ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Ἡρόδ. 6. 9· ἀπ. Λυδούς, [[ἀποχωρίζω]] αὐτούς, Πλάτ. Πολιτ. 262Β: ― Παθ., ἀποσχισθῆναι ἀπὸ…, ἐπὶ ποταμίου ἀποχωρισθέντος ἀπὸ μεγάλου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 2. 17, 4. 56, ἐπὶ φυλῆς ἀποχωρισθείσης ἀπὸ τοῦ ἀρχεγόνου στελέχους, κτλ. αἰτ. 1. 58. 143· ἀπὸ τῆς [[μεγάλης]] φλεβὸς ἀπ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 4, 5· [[ὡσαύτως]], [[ἄνευ]] τῆς ἀπό, ἀποσχιχθέντες τῆς ἄλλης στρατιῆς Ἡροδ. 8. 35, πρβλ. 7. 233, Πλάτ. Πολιτ. 267Β· κτλ.: ― Μέσ., ἀποσχίζομαι, [[ἀποχωρίζω]] ἐμαυτόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 728Β. 3) μεταφ., ἀπ. τινὰ τοῦ λόγου, [[διακόπτω]] αὐτὸν ὁμιλοῦντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1408.
|lstext='''ἀποσχίζω''': [[σχίζω]] ἢ [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]], ἀπὸ δ’ ἔσχισεν αὐτὴν [τὴν πέτρην], «ὅ ἔστι [[μέρος]] αὐτῆς κατέβαλεν εἰς τὴν θάλασσαν», Ὀδ. Δ. 507· βιαίως ἀποσπῶ, Εὐρ. Ἄλκ. 172, Ὀππ. Ἀλ. 2. 623. 2) [[ἀποχωρίζω]] ἢ ἀποσπῶ τινα ἀπό τινος, τινὰ ἀπὸ τοῦ συμμαχικοῦ Ἡρόδ. 6. 9· ἀπ. Λυδούς, [[ἀποχωρίζω]] αὐτούς, Πλάτ. Πολιτ. 262Β: ― Παθ., ἀποσχισθῆναι ἀπὸ…, ἐπὶ ποταμίου ἀποχωρισθέντος ἀπὸ μεγάλου ποταμοῦ, Ἡρόδ. 2. 17, 4. 56, ἐπὶ φυλῆς ἀποχωρισθείσης ἀπὸ τοῦ ἀρχεγόνου στελέχους, κτλ. αἰτ. 1. 58. 143· ἀπὸ τῆς [[μεγάλης]] φλεβὸς ἀπ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 4, 5· [[ὡσαύτως]], [[ἄνευ]] τῆς ἀπό, ἀποσχιχθέντες τῆς ἄλλης στρατιῆς Ἡροδ. 8. 35, πρβλ. 7. 233, Πλάτ. Πολιτ. 267Β· κτλ.: ― Μέσ., ἀποσχίζομαι, [[ἀποχωρίζω]] ἐμαυτόν, ὁ αὐτ. Νόμ. 728Β. 3) μεταφ., ἀπ. τινὰ τοῦ λόγου, [[διακόπτω]] αὐτὸν ὁμιλοῦντα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1408.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀποσχίσω, <i>ao.</i> ἀπέσχισα, <i>ao. Pass.</i> ἀπεσχίσθην;<br />fendre, couper ; <i>fig.</i> τινα ἀπὸ συμμαχικοῦ HDT détacher qqn de forces alliées ; [[τοῦ]] λόγου coupe la parole ; <i>Pass.</i> ἀποσχισθῆναι [[ἀπό]] τινος HDT avoir été séparé <i>ou</i> s’être séparé de qch ; ἀπ. τῆς ἄλλης στρατιῆς HDT avoir été coupé du reste de l’armée.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σχίζω]].
}}
}}