Anonymous

ἀποτυφλόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποτυφλόω''': [[κάμνω]] τινὰ ἐντελῶς τυφλόν, τινα Ἀριστ. π. Θαυμ. 144· τὴν ὅρασιν Διόδ. 3. 37: - Παθ., ἀποτυφλώνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19, 5., 9. 30, 3. 2) μεταφ. [[ἀποκόπτω]] τὸν ὀφθαλμὸν δένδρου, Πλούτ. 529B. 3) [[κάμνω]] τὸ [[ὕδωρ]] πηγῆς νὰ μὴ ῥέη πλέον, νάματος ἐμφορηθέντας πηγὴν ἀποτυφλοῦν [[αὐτόθι]] 703B: -Παθ. ἀποφράττομαι, ἐμφράττομαι, ἀποτυφλωθῆναι τοὺς πόρους Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 2· τὰς πηγὰς Στράβ. 58.
|lstext='''ἀποτυφλόω''': [[κάμνω]] τινὰ ἐντελῶς τυφλόν, τινα Ἀριστ. π. Θαυμ. 144· τὴν ὅρασιν Διόδ. 3. 37: - Παθ., ἀποτυφλώνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19, 5., 9. 30, 3. 2) μεταφ. [[ἀποκόπτω]] τὸν ὀφθαλμὸν δένδρου, Πλούτ. 529B. 3) [[κάμνω]] τὸ [[ὕδωρ]] πηγῆς νὰ μὴ ῥέη πλέον, νάματος ἐμφορηθέντας πηγὴν ἀποτυφλοῦν [[αὐτόθι]] 703B: -Παθ. ἀποφράττομαι, ἐμφράττομαι, ἀποτυφλωθῆναι τοὺς πόρους Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 2· τὰς πηγὰς Στράβ. 58.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> rendre aveugle;<br /><b>2</b> couper <i>ou</i> arracher un bourgeon (<i>litt.</i> un œil) <i>ou</i> une jeune pousse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τυφλόω]].
}}
}}