3,277,759
edits
(6_2) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτυφλόω''': [[κάμνω]] τινὰ ἐντελῶς τυφλόν, τινα Ἀριστ. π. Θαυμ. 144· τὴν ὅρασιν Διόδ. 3. 37: - Παθ., ἀποτυφλώνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19, 5., 9. 30, 3. 2) μεταφ. [[ἀποκόπτω]] τὸν ὀφθαλμὸν δένδρου, Πλούτ. 529B. 3) [[κάμνω]] τὸ [[ὕδωρ]] πηγῆς νὰ μὴ ῥέη πλέον, νάματος ἐμφορηθέντας πηγὴν ἀποτυφλοῦν [[αὐτόθι]] 703B: -Παθ. ἀποφράττομαι, ἐμφράττομαι, ἀποτυφλωθῆναι τοὺς πόρους Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 2· τὰς πηγὰς Στράβ. 58. | |lstext='''ἀποτυφλόω''': [[κάμνω]] τινὰ ἐντελῶς τυφλόν, τινα Ἀριστ. π. Θαυμ. 144· τὴν ὅρασιν Διόδ. 3. 37: - Παθ., ἀποτυφλώνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 19, 5., 9. 30, 3. 2) μεταφ. [[ἀποκόπτω]] τὸν ὀφθαλμὸν δένδρου, Πλούτ. 529B. 3) [[κάμνω]] τὸ [[ὕδωρ]] πηγῆς νὰ μὴ ῥέη πλέον, νάματος ἐμφορηθέντας πηγὴν ἀποτυφλοῦν [[αὐτόθι]] 703B: -Παθ. ἀποφράττομαι, ἐμφράττομαι, ἀποτυφλωθῆναι τοὺς πόρους Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 2· τὰς πηγὰς Στράβ. 58. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> rendre aveugle;<br /><b>2</b> couper <i>ou</i> arracher un bourgeon (<i>litt.</i> un œil) <i>ou</i> une jeune pousse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τυφλόω]]. | |||
}} | }} |