Anonymous

ἄπαρνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄπαρνος''': -ον, ([[ἀρνέομαι]]) ὁ παντελῶς ἀρνούμενος, ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 27, 32: [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο, οὐδὲν ἠρνεῖτο, Σοφ. Ἀντ. 435. ΙΙ. παθ. ἀπηρνημένος, ᾇ τ’ οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει, [[ἤτοι]] οὐδεμίαν ἄρνησιν λαμβάνει, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1040.
|lstext='''ἄπαρνος''': -ον, ([[ἀρνέομαι]]) ὁ παντελῶς ἀρνούμενος, ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 27, 32: [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο, οὐδὲν ἠρνεῖτο, Σοφ. Ἀντ. 435. ΙΙ. παθ. ἀπηρνημένος, ᾇ τ’ οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει, [[ἤτοι]] οὐδεμίαν ἄρνησιν λαμβάνει, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1040.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui nie, gén. : [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο SOPH elle ne niait rien;<br /><b>2</b> refusé à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαρνέομαι]].
}}
}}