Anonymous

ἀπολιβάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολῐβάζω''': μέλλ. -ξω, [[κυρίως]], ἀσποστάζω, ἀλλὰ καὶ [[ἀπορρίπτω]], «ἀπολιβάξαι· το ἐκρυῆναι ἀπὸ τῆς λιβάδος…, οἱ δὲ ἀπορρίψαι και ἀποφθείρειν, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 8. Α. Β. 431, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἐκπίπτω]], [[πόρρω]] απέρχομαι, ἐξαφανίζομαι, οὐκ απολιβάξεις εἰς ἀποκίαν τινὰ Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 28, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1467· καὶ ἴδε ἀπολιταργέω.
|lstext='''ἀπολῐβάζω''': μέλλ. -ξω, [[κυρίως]], ἀσποστάζω, ἀλλὰ καὶ [[ἀπορρίπτω]], «ἀπολιβάξαι· το ἐκρυῆναι ἀπὸ τῆς λιβάδος…, οἱ δὲ ἀπορρίψαι και ἀποφθείρειν, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 8. Α. Β. 431, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., [[ἐκπίπτω]], [[πόρρω]] απέρχομαι, ἐξαφανίζομαι, οὐκ απολιβάξεις εἰς ἀποκίαν τινὰ Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 28, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1467· καὶ ἴδε ἀπολιταργέω.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> faire ses paquets pour déguerpir, déguerpir;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire déguerpir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λιβάζω]].
}}
}}