Anonymous

ἀπολιθόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολῐθόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς λίθον, ἀπολιθώνω, Ἀριστ. Πρβλ. 24. 11, 1· πρβλ. Ἑλλάνικ. 125: Παθ., μεταβάλλομαι εἰς λίθον, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., π. Θαυμ. 95, Στράβ. 251.
|lstext='''ἀπολῐθόω''': [[μεταβάλλω]] εἰς λίθον, ἀπολιθώνω, Ἀριστ. Πρβλ. 24. 11, 1· πρβλ. Ἑλλάνικ. 125: Παθ., μεταβάλλομαι εἰς λίθον, Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ., π. Θαυμ. 95, Στράβ. 251.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pétrifier ; <i>Pass.</i> être pétrifié.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λίθος]].
}}
}}