Anonymous

ἀπρόβουλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπρόβουλος''': -ον, = [[ἀπροβούλευτος]]: - Ἐπίρρ. -λως, ἀπερισκέπτως, Αἰσχύλ. Χο. 620.
|lstext='''ἀπρόβουλος''': -ον, = [[ἀπροβούλευτος]]: - Ἐπίρρ. -λως, ἀπερισκέπτως, Αἰσχύλ. Χο. 620.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans réflexion.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πρόβουλος]].
}}
}}