Anonymous

ἀποφοιτάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποφοιτάω''': μέλλ. -ήσομαι Θωμ. Μ. 106: - παύομαι ἀπὸ τοῦ νὰ [[μεταβαίνω]] εἰς τὸν διδάσκαλόν μου, δὲν φοιτῶ πλέον εἰς αὐτόν, πραότερόν με προδίδασκε, ἵνα μὴ ἀποφοιτήσω [[παρά]] σοῦ, ἐπὶ τῶν φοιτώντων εἰς διδασκάλους, Πλάτ. Γοργ. 489D· [[οὕτως]] ἀπ. [[πρός]] τινα, [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἄλλον διδάσκαλον ἤ τεχνίτην, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χρυσοχοεῖν: ἀπολ., παύομαι τοῦ νὰ φοιτῶ εἰς τὸ [[σχολεῖον]], Λυσ. Παρ’ Εὐστ. 1167. 23: - οὕτω καὶ ἀπ. τῶν ἐκκλησιῶν Φιλόστρ. 504.
|lstext='''ἀποφοιτάω''': μέλλ. -ήσομαι Θωμ. Μ. 106: - παύομαι ἀπὸ τοῦ νὰ [[μεταβαίνω]] εἰς τὸν διδάσκαλόν μου, δὲν φοιτῶ πλέον εἰς αὐτόν, πραότερόν με προδίδασκε, ἵνα μὴ ἀποφοιτήσω [[παρά]] σοῦ, ἐπὶ τῶν φοιτώντων εἰς διδασκάλους, Πλάτ. Γοργ. 489D· [[οὕτως]] ἀπ. [[πρός]] τινα, [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἄλλον διδάσκαλον ἤ τεχνίτην, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χρυσοχοεῖν: ἀπολ., παύομαι τοῦ νὰ φοιτῶ εἰς τὸ [[σχολεῖον]], Λυσ. Παρ’ Εὐστ. 1167. 23: - οὕτω καὶ ἀπ. τῶν ἐκκλησιῶν Φιλόστρ. 504.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />cesser de fréquenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[φοιτάω]].
}}
}}