3,277,286
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποφοιτάω''': μέλλ. -ήσομαι Θωμ. Μ. 106: - παύομαι ἀπὸ τοῦ νὰ [[μεταβαίνω]] εἰς τὸν διδάσκαλόν μου, δὲν φοιτῶ πλέον εἰς αὐτόν, πραότερόν με προδίδασκε, ἵνα μὴ ἀποφοιτήσω [[παρά]] σοῦ, ἐπὶ τῶν φοιτώντων εἰς διδασκάλους, Πλάτ. Γοργ. 489D· [[οὕτως]] ἀπ. [[πρός]] τινα, [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἄλλον διδάσκαλον ἤ τεχνίτην, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χρυσοχοεῖν: ἀπολ., παύομαι τοῦ νὰ φοιτῶ εἰς τὸ [[σχολεῖον]], Λυσ. Παρ’ Εὐστ. 1167. 23: - οὕτω καὶ ἀπ. τῶν ἐκκλησιῶν Φιλόστρ. 504. | |lstext='''ἀποφοιτάω''': μέλλ. -ήσομαι Θωμ. Μ. 106: - παύομαι ἀπὸ τοῦ νὰ [[μεταβαίνω]] εἰς τὸν διδάσκαλόν μου, δὲν φοιτῶ πλέον εἰς αὐτόν, πραότερόν με προδίδασκε, ἵνα μὴ ἀποφοιτήσω [[παρά]] σοῦ, ἐπὶ τῶν φοιτώντων εἰς διδασκάλους, Πλάτ. Γοργ. 489D· [[οὕτως]] ἀπ. [[πρός]] τινα, [[ἀπέρχομαι]] εἰς ἄλλον διδάσκαλον ἤ τεχνίτην, Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χρυσοχοεῖν: ἀπολ., παύομαι τοῦ νὰ φοιτῶ εἰς τὸ [[σχολεῖον]], Λυσ. Παρ’ Εὐστ. 1167. 23: - οὕτω καὶ ἀπ. τῶν ἐκκλησιῶν Φιλόστρ. 504. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />cesser de fréquenter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[φοιτάω]]. | |||
}} | }} |