Anonymous

ἀπορραντήριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπορραντήριον''': τό, ([[ἀπορραίνω]]) [[ἀγγεῖον]] πρὸς ῥαντισμὸν ἡγιασμένου ὕδατος, Εὐρ. Ἴων 435, Συλλογ. Ἐπιγρ. 137, 10, 141.
|lstext='''ἀπορραντήριον''': τό, ([[ἀπορραίνω]]) [[ἀγγεῖον]] πρὸς ῥαντισμὸν ἡγιασμένου ὕδατος, Εὐρ. Ἴων 435, Συλλογ. Ἐπιγρ. 137, 10, 141.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />vase d’eau lustrale.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορραίνω]].
}}
}}