3,277,759
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποτειχίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κλείω]] ἢ [[χωρίζω]] τι διὰ τείχους. 1) πρὸς ὀχύρωσιν, ἀπ. τὸν ἰσθμὸν, Ἡρόδ. 6. 36, πρβλ. 9. 8. 2) πρὸς ἀποκλεισμόν, ὁ τοὺς θεοὺς ἀποτειχίσας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1576· τοὺς ἐν τῇ ἀκροπόλει Θουκ. 4.130, πρβλ. 1. 64, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 4., 2. 4, 3: ― Παθ., Θουκ. 6. 96: ― μεταφ. [[κλείω]], [[ἐμποδίζω]], ἔλαθεν ἑαυτῷ τὴν φυγὴν ἀποτειχίσας Ἡλιόδ. 9. 20 3) Μέσ., [[ἀνεγείρω]] [[μεσότοιχον]], τοῖχον πρὸς διαχωρισμόν, Λουκ. Ἔρωτ. 28. ΙΙ. [[ἐγείρω]] ὀχυρώματα, Πολύαιν. 1. 3, 5· καὶ [[οὕτως]] [[ἴσως]], ἀπ. τὴν ἀκρόπολιν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4.1, 88· [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh. | |lstext='''ἀποτειχίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[κλείω]] ἢ [[χωρίζω]] τι διὰ τείχους. 1) πρὸς ὀχύρωσιν, ἀπ. τὸν ἰσθμὸν, Ἡρόδ. 6. 36, πρβλ. 9. 8. 2) πρὸς ἀποκλεισμόν, ὁ τοὺς θεοὺς ἀποτειχίσας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1576· τοὺς ἐν τῇ ἀκροπόλει Θουκ. 4.130, πρβλ. 1. 64, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 4., 2. 4, 3: ― Παθ., Θουκ. 6. 96: ― μεταφ. [[κλείω]], [[ἐμποδίζω]], ἔλαθεν ἑαυτῷ τὴν φυγὴν ἀποτειχίσας Ἡλιόδ. 9. 20 3) Μέσ., [[ἀνεγείρω]] [[μεσότοιχον]], τοῖχον πρὸς διαχωρισμόν, Λουκ. Ἔρωτ. 28. ΙΙ. [[ἐγείρω]] ὀχυρώματα, Πολύαιν. 1. 3, 5· καὶ [[οὕτως]] [[ἴσως]], ἀπ. τὴν ἀκρόπολιν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4.1, 88· [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=séparer au moyen d’un mur, <i>càd</i> élever un retranchement pour fortifier <i>ou</i> pour bloquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[τειχίζω]]. | |||
}} | }} |