Anonymous

ἀπημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπημοσύνη''': ἡ, ἡ [[ἔλλειψις]] βλάβης, [[ἀβλάβεια]], Θεόγν. 758, Ἐπιγρ. Ἑλλ. ([[προσθήκη]]) 750α. 2) τὸ μὴ βλάπτειν τινά, ἀπημοσύνῃ δὲ νέμονται ἅματος ἄχραντοι καὶ ἀκηδέες Ὀπ. Ἁλ. 2. 647.
|lstext='''ἀπημοσύνη''': ἡ, ἡ [[ἔλλειψις]] βλάβης, [[ἀβλάβεια]], Θεόγν. 758, Ἐπιγρ. Ἑλλ. ([[προσθήκη]]) 750α. 2) τὸ μὴ βλάπτειν τινά, ἀπημοσύνῃ δὲ νέμονται ἅματος ἄχραντοι καὶ ἀκηδέες Ὀπ. Ἁλ. 2. 647.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> absence de souffrance;<br /><b>2</b> innocuité.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπήμων]].
}}
}}