Anonymous

ἀποπομπαῖος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπομπαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀποπέμπων, ἀπομακρύνων τὸ κακόν, ὡς τὸ [[ἀλεξίκακος]], [[ἀποτρόπαιος]], ἐπὶ τοῦ ἀποπομπαίου τράγου τοῦ μὴ θυομένου, ἀλλ’ ἀποπεμπομένου εἰς τὴν ἔρημον, Ἑβδ. (Λευϊτ ις΄, 8 κἑξ.). ΙΙ. ἀπορριπτέος, [[βδελυρός]], Φίλων 1. 238.
|lstext='''ἀποπομπαῖος''': -α, -ον, ὁ ἀποπέμπων, ἀπομακρύνων τὸ κακόν, ὡς τὸ [[ἀλεξίκακος]], [[ἀποτρόπαιος]], ἐπὶ τοῦ ἀποπομπαίου τράγου τοῦ μὴ θυομένου, ἀλλ’ ἀποπεμπομένου εἰς τὴν ἔρημον, Ἑβδ. (Λευϊτ ις΄, 8 κἑξ.). ΙΙ. ἀπορριπτέος, [[βδελυρός]], Φίλων 1. 238.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui renvoie au loin, <i>càd</i> qui écarte les fléaux ; <i>fig.</i> (bouc) émissaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποπομπή]].
}}
}}