Anonymous

ἀπρόσικτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπρόσικτος''': -ον, [[ἀνέφικτος]], ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Πινδ. Ν. 11 ἐν τέλ.
|lstext='''ἀπρόσικτος''': -ον, [[ἀνέφικτος]], ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Πινδ. Ν. 11 ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inabordable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προσικνέομαι]].
}}
}}