Anonymous

ἀπηκριβωμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπηκρῑβωμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀπακριβόω, μετ’ ἀκριβείας, [[μετὰ]] φειδωλίας, Ἄλεξ. ἐν «Συντρέχουσιν» 1. 4, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke.
|lstext='''ἀπηκρῑβωμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀπακριβόω, μετ’ ἀκριβείας, [[μετὰ]] φειδωλίας, Ἄλεξ. ἐν «Συντρέχουσιν» 1. 4, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />très exactement.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ἀπακριβόω]].
}}
}}