Anonymous

ἀραιός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀραιός''': -ά, -όν, ἀραιὸς ὡς παρ’ ἡμῖν, [[λεπτός]], [[στενός]], [[ὀλίγος]] [[ἰσχνός]], Λατ. tenuis, ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ Ἡφαίστου, ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαὶ, «αἱ δὲ ἀσθενεῖς καὶ λεπταὶ [[αὐτοῦ]] κνῆμαι ὑπερεκινοῦντο [[μετὰ]] κακοπαθείας» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 411· ἐπὶ τοῦ βραχίονος τῆς Ἀφροδίτης, καταμύξατο χεῖρα ἀραιήν, λεπτήν, ἁβράν, Ε. 425· περὶ τῆς γλώσσης διψαλέου λύκου, λάψοντες γλώσσῃσιν ἀραιῇσιν [[μέλαν]] [[ὕδωρ]], διὰ λεπτῶν γλωσσῶν, Π. 161· περὶ τοῦ στενοῦ τῆς κατὰ τὸν λιμένα εἰσόδου, ἀραιὴ δ’ [[εἴσοδος]] ἐστιν, «στενὴ» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 90· ἐπὶ πλοίων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 807· φάλαγγες ἀρ. ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ βαθύτεραι, Ξεν. Λακ. 11. 6,· ἀραιᾷ τροφῇ χρῆσθαι, ὀλίγῃ, οὐ συχνῇ, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 14. ΙΙ. μεταγεν. ἐπὶ τῆς οὐσίας τῶν σωμάτων ὅμοιον κατὰ πολὺ τῷ μανός, οὐχὶ [[πυκνός]], ἀραιὸς τὴν σύστασιν, πορώδης, Λατ. rarus, ἀντίθετον τῷ [[πυκνός]], Ἀναξαγ. 8· ἀντίθ. τῷ [[πίων]], Ἀριστ. Πρβλ. 8, 10· [[συχν]]. ἐν Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· δέρμα Ἀφ. 1256· [[ὀστέον]] περὶ Ἄρθρ. 799· εἴρια 588. 45· [[ὀμίχλη]]… νέφους ἀραιοτέρα Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 4, πρβλ. Μετεωρ. 2. 6, 21· σπόγγοι Διοδ. 3. 14. ΙΙΙ. ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς ἢ τοῦ σφυγμοῦ, ὁ [[μετὰ]] διαλείμματος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 966, 970, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 11, κτλ.: ― Ἐπίρρ. -ῶς Ἱππ. 243. 36, κτλ. IV. ὁ μὴ [[πυκνός]], [[ἀραιός]], τρίχες Ἀριστ. π. Χρωμ. 6. 5· ἀκτῖνες [[αὐτόθι]] 1. 6· φωναὶ ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 57· ὀδόντες [[Πολυδ]]. Β΄, 94, κτλ. V. ὡς οὐσιαστ., ἀραιὰ (ἐνν. [[γαστήρ]]), ἡ, ἡ [[λαγών]], Ἰατρ. πρβλ. Νικ. Θ. 133.
|lstext='''ἀραιός''': -ά, -όν, ἀραιὸς ὡς παρ’ ἡμῖν, [[λεπτός]], [[στενός]], [[ὀλίγος]] [[ἰσχνός]], Λατ. tenuis, ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ Ἡφαίστου, ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαὶ, «αἱ δὲ ἀσθενεῖς καὶ λεπταὶ [[αὐτοῦ]] κνῆμαι ὑπερεκινοῦντο [[μετὰ]] κακοπαθείας» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 411· ἐπὶ τοῦ βραχίονος τῆς Ἀφροδίτης, καταμύξατο χεῖρα ἀραιήν, λεπτήν, ἁβράν, Ε. 425· περὶ τῆς γλώσσης διψαλέου λύκου, λάψοντες γλώσσῃσιν ἀραιῇσιν [[μέλαν]] [[ὕδωρ]], διὰ λεπτῶν γλωσσῶν, Π. 161· περὶ τοῦ στενοῦ τῆς κατὰ τὸν λιμένα εἰσόδου, ἀραιὴ δ’ [[εἴσοδος]] ἐστιν, «στενὴ» (Σχόλ.), Ὀδ. Κ. 90· ἐπὶ πλοίων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 807· φάλαγγες ἀρ. ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ βαθύτεραι, Ξεν. Λακ. 11. 6,· ἀραιᾷ τροφῇ χρῆσθαι, ὀλίγῃ, οὐ συχνῇ, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 14. ΙΙ. μεταγεν. ἐπὶ τῆς οὐσίας τῶν σωμάτων ὅμοιον κατὰ πολὺ τῷ μανός, οὐχὶ [[πυκνός]], ἀραιὸς τὴν σύστασιν, πορώδης, Λατ. rarus, ἀντίθετον τῷ [[πυκνός]], Ἀναξαγ. 8· ἀντίθ. τῷ [[πίων]], Ἀριστ. Πρβλ. 8, 10· [[συχν]]. ἐν Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· δέρμα Ἀφ. 1256· [[ὀστέον]] περὶ Ἄρθρ. 799· εἴρια 588. 45· [[ὀμίχλη]]… νέφους ἀραιοτέρα Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 4, πρβλ. Μετεωρ. 2. 6, 21· σπόγγοι Διοδ. 3. 14. ΙΙΙ. ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς ἢ τοῦ σφυγμοῦ, ὁ [[μετὰ]] διαλείμματος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 966, 970, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 11, κτλ.: ― Ἐπίρρ. -ῶς Ἱππ. 243. 36, κτλ. IV. ὁ μὴ [[πυκνός]], [[ἀραιός]], τρίχες Ἀριστ. π. Χρωμ. 6. 5· ἀκτῖνες [[αὐτόθι]] 1. 6· φωναὶ ὁ αὐτ. π. Ἀκουστ. 57· ὀδόντες [[Πολυδ]]. Β΄, 94, κτλ. V. ὡς οὐσιαστ., ἀραιὰ (ἐνν. [[γαστήρ]]), ἡ, ἡ [[λαγών]], Ἰατρ. πρβλ. Νικ. Θ. 133.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />mince, <i>d’où</i><br /><b>1</b> étroit;<br /><b>2</b> peu profond.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue -- Babiniotis pê apparenté à [[ῥᾷστος]].
}}
}}