3,271,364
edits
(6_13a) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποπλάζω''': μέλλ. -πλάγξω, ἀποπλανῶ, ἀλλὰ τὰ μὲν [[τηλοῦ]] κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς, «ἀποπλανήσειεν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1220: - Παθ., τοῦ ὁποίου ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν παθ. ἀόρ. ἀπεπλάγχθην, πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, [[ἀπομακρύνομαι]], πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Ὀδ. Ο. 382· Τροίηθεν Ι. 259· ἀπὸ θώρηκος… πολλὸν ἀποπλαγχθεὶς [[[ὀϊστός]]] Ἰλ. Ν. 592· [[τῆλε]] δ’ ἀπεπλάγχθη σάκεος [[δόρυ]] Χ. 291· ἀπολ., πλανῶμαι [[μακράν]], Ὀδ. 573: - ἡ [[φράσις]] [[τρυφάλεια]] ἀποπλαγχθεῖσα, περικεφαλαία ἐκκρουσθεῖσα, ἐκτιναχθεῖσα ἐκ τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Ν. 578, [[εἶναι]] μοναδική. | |lstext='''ἀποπλάζω''': μέλλ. -πλάγξω, ἀποπλανῶ, ἀλλὰ τὰ μὲν [[τηλοῦ]] κεν ἀποπλάγξειεν ἀοιδῆς, «ἀποπλανήσειεν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1220: - Παθ., τοῦ ὁποίου ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται μόνον τὸν παθ. ἀόρ. ἀπεπλάγχθην, πλανῶμαι μακρὰν ἀπό τινος, [[ἀπομακρύνομαι]], πολλὸν ἀπεπλάγχθης σῆς πατρίδος Ὀδ. Ο. 382· Τροίηθεν Ι. 259· ἀπὸ θώρηκος… πολλὸν ἀποπλαγχθεὶς [[[ὀϊστός]]] Ἰλ. Ν. 592· [[τῆλε]] δ’ ἀπεπλάγχθη σάκεος [[δόρυ]] Χ. 291· ἀπολ., πλανῶμαι [[μακράν]], Ὀδ. 573: - ἡ [[φράσις]] [[τρυφάλεια]] ἀποπλαγχθεῖσα, περικεφαλαία ἐκκρουσθεῖσα, ἐκτιναχθεῖσα ἐκ τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Ν. 578, [[εἶναι]] μοναδική. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀποπλάγξω;<br />égarer loin de ; <i>Pass. (ao.</i> ἀπεπλάγχθην) :<br /><b>1</b> s’égarer hors de, errer loin de, gén. ; <i>abs.</i> errer au poin ; <i>p. anal.</i> σάκεος ἀπ. IL rebondir loin d’un bouclier <i>en parl. d’un trait</i>;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> être renversé, tomber.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πλάζω]]. | |||
}} | }} |