3,277,700
edits
(6_13b) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποβλίττω''': μέλλ. -βλίσω [ῑ]: [[ἀποκόπτω]] τὴν κηρήθραν ἀπὸ τῆς κυψέλης: - [[ἐντεῦθεν]], [[κλέπτω]], [[ἁρπάζω]], ὁ δ’ ἀπέβλισε θοιμάτιόν μου Ἀριστοφ. Ὄρν. 498: - μέσ. ἀόρ. ἀπεβλίσατο, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 34. - Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. βλίττειν , ἴδε καὶ ὑποβλίσσω. | |lstext='''ἀποβλίττω''': μέλλ. -βλίσω [ῑ]: [[ἀποκόπτω]] τὴν κηρήθραν ἀπὸ τῆς κυψέλης: - [[ἐντεῦθεν]], [[κλέπτω]], [[ἁρπάζω]], ὁ δ’ ἀπέβλισε θοιμάτιόν μου Ἀριστοφ. Ὄρν. 498: - μέσ. ἀόρ. ἀπεβλίσατο, πιθ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 34. - Πρβλ. Ρουγκ. Τίμ. ἐν λ. βλίττειν , ἴδε καὶ ὑποβλίσσω. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> [[ἀπέβλισα]];<br />exprimer, faire sortir en pressant;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποβλίττομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[βλίττω]]. | |||
}} | }} |