Anonymous

ἀπροστάτευτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπροστάτευτος''': [ᾰ], -ον, «ὁ μὴ ἔχων προστασίαν τινὸς» Ἡσύχ., Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 20. 8, 8· [[ἀγέλη]] [[ἐρήμη]] καὶ [[ἀπροστάτευτος]], [[ἄνευ]] ἡγεμόνος, Αἰλ. π. Ζ. 15. 8.
|lstext='''ἀπροστάτευτος''': [ᾰ], -ον, «ὁ μὴ ἔχων προστασίαν τινὸς» Ἡσύχ., Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 20. 8, 8· [[ἀγέλη]] [[ἐρήμη]] καὶ [[ἀπροστάτευτος]], [[ἄνευ]] ἡγεμόνος, Αἰλ. π. Ζ. 15. 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans défenseur, sans guide.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προστατεύω]].
}}
}}