Anonymous

ἀργικέραυνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργικέραυνος''': -ον, ὁ ῥίπτων ἀπαστράπτοντας κεραυνούς, ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Π. 121, κ. ἀλλ., Πινδ. Ο. 8. 3.
|lstext='''ἀργικέραυνος''': -ον, ὁ ῥίπτων ἀπαστράπτοντας κεραυνούς, ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Ἰλ. Π. 121, κ. ἀλλ., Πινδ. Ο. 8. 3.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la foudre éclatante de blancheur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]¹, [[κεραυνός]].
}}
}}