Anonymous

ἀποσκώπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσκώπτω''': μέλλ. -ψομαι (καὶ -ψω, παρὰ Βυζ.) [[ἐμπαίζω]], περιπέζω, Θαλῆν ἀστρονομοῦντα… θεραπαινὶς ἀποσκῶψαι λέγεται Πλάτ. Θεαίτ. 174Α: [[ὡσαύτως]], ἀπ. πρὸς ἢ εἴς τινα, [[χλευάζω]] τινά, Δίων Κ. 48. 38, Λουκ. Ἑρμότ. 51, κτλ.· ἐπί τινι Δίων Κ. 60. 33· τί εἴς τινα Διογ. Λ. 5. 11.
|lstext='''ἀποσκώπτω''': μέλλ. -ψομαι (καὶ -ψω, παρὰ Βυζ.) [[ἐμπαίζω]], περιπέζω, Θαλῆν ἀστρονομοῦντα… θεραπαινὶς ἀποσκῶψαι λέγεται Πλάτ. Θεαίτ. 174Α: [[ὡσαύτως]], ἀπ. πρὸς ἢ εἴς τινα, [[χλευάζω]] τινά, Δίων Κ. 48. 38, Λουκ. Ἑρμότ. 51, κτλ.· ἐπί τινι Δίων Κ. 60. 33· τί εἴς τινα Διογ. Λ. 5. 11.
}}
{{bailly
|btext=railler.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκώπτω]].
}}
}}