Anonymous

ἀραιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀραιόω''': καθιστῶ τι ἀραιόν, χαλαρόν, πορῶδες, τὴν ἐπιδερμίδα Ἱππ. 241. 1· τὴν σάρκα ὁ αὐτ. 372. 42, Ἀριστ. Πρβλ. 5. 34, 1· ἀντίθ. τῷ [[πυκνόω]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 1, πρβλ. π. Αἰτ. 2. 2, κτλ. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] [[ἀραιός]], Ἱππ. 345. 31, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 7.
|lstext='''ἀραιόω''': καθιστῶ τι ἀραιόν, χαλαρόν, πορῶδες, τὴν ἐπιδερμίδα Ἱππ. 241. 1· τὴν σάρκα ὁ αὐτ. 372. 42, Ἀριστ. Πρβλ. 5. 34, 1· ἀντίθ. τῷ [[πυκνόω]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 1, πρβλ. π. Αἰτ. 2. 2, κτλ. ΙΙ. Παθ., [[γίνομαι]] [[ἀραιός]], Ἱππ. 345. 31, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rendre moins dense, raréfier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀραιός]].
}}
}}