Anonymous

ἀργύρειος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργύρειος''': [ῠ], -ον, = [[ἀργύρεος]], ἀργύρεια μέταλλα, μεταλλεῖα ἀργύρου, Θουκ. 2. 55., 6. 91· οὕτω, τὰ ἀργύρεια (ὁ Κῶδιξ ἔχει ἀργύρια) ἔργα Ξεν. Πόρ. 4. 5· τὰ ἔργα τὰ ἀργύρεια Δημ. 588. 17· καὶ μόνον τὰ ἀργύρεια Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 2, Αἰσχίν. 14. 27. 2) = ἀργυροῦς, «[[ἀργύρειος]] σταυρὸς» Ἡρωδ. Ἐπιμ. σ. 172, «[[ἀργύρειος]] στατὴρ» Σουΐδ. ἐν λέξει, Πλουτ. Κίμ. 10.
|lstext='''ἀργύρειος''': [ῠ], -ον, = [[ἀργύρεος]], ἀργύρεια μέταλλα, μεταλλεῖα ἀργύρου, Θουκ. 2. 55., 6. 91· οὕτω, τὰ ἀργύρεια (ὁ Κῶδιξ ἔχει ἀργύρια) ἔργα Ξεν. Πόρ. 4. 5· τὰ ἔργα τὰ ἀργύρεια Δημ. 588. 17· καὶ μόνον τὰ ἀργύρεια Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 2, Αἰσχίν. 14. 27. 2) = ἀργυροῦς, «[[ἀργύρειος]] σταυρὸς» Ἡρωδ. Ἐπιμ. σ. 172, «[[ἀργύρειος]] στατὴρ» Σουΐδ. ἐν λέξει, Πλουτ. Κίμ. 10.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne l’extraction de l’argent ; ἀργύρεια ἔργα <i>ou</i> μέταλλα, <i>ou simpl.</i> τὰ ἀργύρεια mines d’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]].
}}
}}