Anonymous

ἀποπατέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπᾰτέω''': μέλλ. -ήσομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 1184, ἀλλ’ -ήσω Ἱππ. 484, 29 (πρβλ. [[ἐναποπατέω]], [[περιπατέω]]): ἀόρ. ὑποτακτ. -πατήσω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 354: - ἀποχωρῶ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, παραμερίζω [[χάριν]] φυσικῆς ἀνάγκης, Κρατῖν. ἐν «Δραπέτισιν» 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: πρβλ. [[ἀφοδεύω]]. ΙΙ. ἀποπατῶ ἀντὶ κόπρου [[ἄλλο]] τι, [[ἀλλά]] σὺ μὲν ἱμονιάν τιν’ ἀποπατεῖς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 351, Μ. Ἀντων. 10. 19.
|lstext='''ἀποπᾰτέω''': μέλλ. -ήσομαι, Ἀριστοφ. Πλ. 1184, ἀλλ’ -ήσω Ἱππ. 484, 29 (πρβλ. [[ἐναποπατέω]], [[περιπατέω]]): ἀόρ. ὑποτακτ. -πατήσω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 354: - ἀποχωρῶ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, παραμερίζω [[χάριν]] φυσικῆς ἀνάγκης, Κρατῖν. ἐν «Δραπέτισιν» 8, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: πρβλ. [[ἀφοδεύω]]. ΙΙ. ἀποπατῶ ἀντὶ κόπρου [[ἄλλο]] τι, [[ἀλλά]] σὺ μὲν ἱμονιάν τιν’ ἀποπατεῖς Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 351, Μ. Ἀντων. 10. 19.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>intr.</i> aller à l’écart, <i>càd</i> à la selle;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> rendre par les selles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πατέω]]².
}}
}}