3,276,932
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργῠρολόγος''': -ον, ([[λέγω]]) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν [[κατάλληλος]], [[ναῦς]]… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375. | |lstext='''ἀργῠρολόγος''': -ον, ([[λέγω]]) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν [[κατάλληλος]], [[ναῦς]]… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui ramasse de l’argent, qui impose des contributions.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[λέγω]]². | |||
}} | }} |