Anonymous

ἀργυρολόγος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργῠρολόγος''': -ον, ([[λέγω]]) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν [[κατάλληλος]], [[ναῦς]]… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.
|lstext='''ἀργῠρολόγος''': -ον, ([[λέγω]]) ὁ συλλέγων χρήματα, φορολογικός, ὁ πρὸς ἀργυρολογίαν [[κατάλληλος]], [[ναῦς]]… ταχείας ἀργυρολόγους Ἀρισροφ. Ἱππ. 1071, Θουκ. 3. 19, κτλ. πρβλ. Βοικχ. Πολ. Οἰκ Ἀθ. 2, 375.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ramasse de l’argent, qui impose des contributions.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[λέγω]]².
}}
}}