ἀπροσδεής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπροσδεής''': -ές, ὁ μὴ ἔχων χρείαν πλειοτέρου, ἢ [[ἁπλῶς]] ὁ μὴ ἔχων χρείαν τινὸς πράγματος, Πλούτ. 2. 122F, 381Β, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. Ἱστ. συγγρ. 36.
|lstext='''ἀπροσδεής''': -ές, ὁ μὴ ἔχων χρείαν πλειοτέρου, ἢ [[ἁπλῶς]] ὁ μὴ ἔχων χρείαν τινὸς πράγματος, Πλούτ. 2. 122F, 381Β, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. Ἱστ. συγγρ. 36.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui n’a pas besoin de, gén. ; <i>abs.</i> qui se suffit à lui-même.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προσδέω]].
}}
}}